καταφρονήσεως
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek (Liddell-Scott)
καταφρονήσεως: κ. τῇ πόλει χρῶνται Δημ. 219. 25, Διόδ. 14. 17, κλ. ΙΙ. Παθ. πρκμ. καταπεφρονημένως, μὲ καταφρόνησιν, ἀτίμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. π. Ἀπαίδ. 10, Ἰω. Χρυσ.