καταφρονήσεως

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek (Liddell-Scott)

καταφρονήσεως: κ. τῇ πόλει χρῶνται Δημ. 219. 25, Διόδ. 14. 17, κλ. ΙΙ. Παθ. πρκμ. καταπεφρονημένως, μὲ καταφρόνησιν, ἀτίμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. π. Ἀπαίδ. 10, Ἰω. Χρυσ.