κατεντρέπομαι

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

κατεντρέπομαι (Μ)
σέβομαι κάποιον σε μεγάλο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐν-τρέπομαι «σέβομαι»].