κατεντρέπομαι
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Greek Monolingual
κατεντρέπομαι (Μ)
σέβομαι κάποιον σε μεγάλο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐν-τρέπομαι «σέβομαι»].