κατραμόνερο
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
το
φαρμακευτικό παρασκεύασμα από πίσσα ελάτου και αποσταγμένο νερό που το χρησιμοποιούσαν ως αντικαταρροϊκό και σε χρόνιες βρογχικές ή κυστικές παθήσεις.