καυχησιάρικος
Greek Monolingual
-η, -ο καυχησιάρης
αυτός που λέγεται με καύχηση («καυχησιάρικα λόγια»).
επίρρ...
καυχησιάρικα
με καυχησιάρικο τρόπο.
-η, -ο καυχησιάρης
αυτός που λέγεται με καύχηση («καυχησιάρικα λόγια»).
επίρρ...
καυχησιάρικα
με καυχησιάρικο τρόπο.