μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
η (Α καύχησις) καυχώμαι1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα.