Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καύχηση

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

η (Α καύχησις) καυχώμαι
1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία
2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα.