καύχηση

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

η (Α καύχησις) καυχώμαι
1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία
2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα.