κεράκμων

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ο
επίμηκες αμόνι που λήγει σε αιχμές με σχήμα κεράτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ἄκμων «αμόνι». Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. bigorne. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Αλ. Χαντσερή].