κεραμοπώλης
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
κεραμοπώλου, ὁ, seller of pottery, Din.Fr.89.18.
German (Pape)
[Seite 1420] ὁ, Verkäufer von irdenen Waaren, Din. bei Poll. 7, 161.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμοπώλης: -ου, πωλητὴς πηλίνων σκευῶν, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 161.
Greek Monolingual
ο (Α κεραμοπώλης)
ο πωλητής ειδών κεραμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πώλης (< πωλώ)].