κεφαλᾶς
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
κεφαλᾶς: ᾶ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, Παλλαδ. Λαυσ. 1196Β, Ἀποφθέγμ. Πατέρ. 85Α, 293Α, κλπ.