κεχάριστο

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monotonic

κεχάριστο: γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του χᾰρίζομαι.