κηδεμονέω

German (Pape)

[Seite 1429] ein κηδεμών sein, Cyrill.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονέω: εἶμαι κηδεμών, Κυρίλλ. Ἱεροσολ. Κατήχ. σ. 166Α.