κηπολόγος

From LSJ

ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπολόγος Medium diacritics: κηπολόγος Low diacritics: κηπολόγος Capitals: ΚΗΠΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kēpológos Transliteration B: kēpologos Transliteration C: kipologos Beta Code: khpolo/gos

English (LSJ)

κηπολόγον, teaching in a garden, of Epicureans, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1432] im Garten lehrend, Epikur, Phani. 6 (VI, 307).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui enseigne dans un jardin (Épicure).
Étymologie: κῆπος, λέγω³.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηπολόγος -ον [κῆπος, λέγω] die in een tuin onderwijs geeft (van Epicureërs).

Russian (Dvoretsky)

κηπολόγος: учащий в саду (Ἐπίκουρος Anth.).

Greek Monolingual

κηπολόγος, -ον (Α)
(για τους Επικούρειους) αυτός που διδάσκει σε κήπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -λόγος (< λόγος < λέγω)].

Greek Monotonic

κηπολόγος: -ον (λέγω), αυτός που διδάσκει σε κήπο, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κηπολόγος: -ον, ὁ διδάσκων ἐν κήπῳ ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Ἀνθολ. Π. 6. 307.

Middle Liddell

κηπο-λόγος, ον λέγω
teaching in a garden, Anth.