ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
κηπουργῶ, -έω (Μ)καλλιεργώ κήπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτ. κηπουργός].