κιβδηλοποιός
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, παραχαράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίβδηλος + -ποιός (< ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].