ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
κιονάκιον, τὸ (Μ) κίων(υποκορ. του κίων)1. μικρός κίονας2. (ειδ.) ο μικρός κίονας που υποβαστάζει την αγία τράπεζα.