κιονάκιον

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

κιονάκιον, τὸ (Μ) κίων
(υποκορ. του κίων)
1. μικρός κίονας
2. (ειδ.) ο μικρός κίονας που υποβαστάζει την αγία τράπεζα.