κλαδηφορώ

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

κλαδηφορῶ, -έω (AM) κλαδηφόρος
έχω στα χέρια μου κλάδους.