κλαστικός
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
-ή, -ό κλω
1. αυτός που γίνεται με θραύση ή κατά τμήματα
2. φρ. α) ανατ. «κλαστική ανατομία» — αναπαράσταση του σώματος του ανθρώπου με τεχνητούς πίνακες που λύνονται, τεμαχίζονται, για να φαίνονται κάτω από τα αφαιρούμενα τεμάχια τα διάφορα μέλη ή όργανα του σώματος που βρίσκονται από κάτω
β) (πετρογρ.) «κλαστικό πέτρωμα» ή «κλαστικό ίζημα» — συνεκτικό ή ασύνδετο ίζημα που έχει σχηματιστεί από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων.