κλαυθμύρισμα
Greek (Liddell-Scott)
κλαυθμύρισμα: τό, = τῷ ἑπόμ., Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, 976Α.
Greek Monolingual
το (Α κλαυθμύρισμα) κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός.
German (Pape)
τό, = κλαυθμυρισμός, K.S.
κλαυθμύρισμα: τό, = τῷ ἑπόμ., Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, 976Α.
το (Α κλαυθμύρισμα) κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρισμός.
τό, = κλαυθμυρισμός, K.S.