κλαυθμυρισμός

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυθμῠρισμός Medium diacritics: κλαυθμυρισμός Low diacritics: κλαυθμυρισμός Capitals: ΚΛΑΥΘΜΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: klauthmyrismós Transliteration B: klauthmyrismos Transliteration C: klafthmyrismos Beta Code: klauqmurismo/s

English (LSJ)

ὁ, crying like a child, Is.Fr.163, Plu.Lyc.16, Steph.in Hp.1.228 D., f.l. in Opp.C.4.248 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1446] ὁ, das Wei nen, Wimmern, Plut. Lyc. 16 u. a. Sp. Bei Opp. Cyn. 4, 248 ist in κλαυθμυρισμῶν die Penultima kurz gebraucht u. v.l. κλαυθμυρίδων, wie von κλαυθμυρίς, Brunck vermuthet κλαυθμυριῶν, vgl. Lob. path. 273.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vagissement, cri plaintif d'enfant.
Étymologie: κλαυθμυρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαυθμυρισμός -οῦ, ὁ [κλαυθμυρίζω] gehuil (m. n. van baby’s).

Russian (Dvoretsky)

κλαυθμῠρισμός:плач (преимущ. детский) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυθμῠρισμός: ὁ, τὸ κλαίειν ὡς παιδίον, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16. Τὸ ἐν Ὀππ. Κυν. 4. 248 κλαυθμυριῶν ἔχει καὶ διάφ. γραφὴν κλαυθμυρισμῶν (Regius), ἀλλ’ ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ἡ τοῦ Βατ. κώδικος κλαυθμυρίδων, ἥτις πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ καίπερ τῆς ἑνικ. ὀνομ. κλαυθμυρὶς μὴ ἀπαντώσης που.

Greek Monolingual

ο (Α κλαυθμυρισμός) κλαυθμυρίζω
το συνεχές και σιγανό κλάψιμο τών βρεφών ή το να κλαίει κάποιος σαν μωρό, κλάψα, κλαψούρισμα.

Greek Monotonic

κλαυθμῠρισμός: ὁ, κλαψούρισμα σαν παιδί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κλαυθμῠρισμός, οῦ, [from κλαυθμῠρίζω]
a crying like a child, Plut.