κλειδουχικός
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Greek Monolingual
κλειδουχικός, -ή, -όν (Α) κλειδούχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλειδούχο.