κλειδοφυλακώ

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

κλειδοφυλακῶ, -έω (Α) κλειδοφύλαξ
φυλάγω κάτι κλεισμένο με κλειδί.