κλυδωνικός

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

κλυδωνικός, -ή, -όν (Μ) κλύδων
1. αυτός που κλυδωνίζεται
2. κυματώδης.