κογχίον
English (LSJ)
τό, Dim. of κόγχη, Antiph.71, Str. 16.4.17 (pl.).
II = κόγχη II.1, Gal.14.701.
German (Pape)
[Seite 1465] τό, dim. von κόγχος, Brei, Antiphan. Ath. IV, 160 d.
Greek (Liddell-Scott)
κογχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόγχη, Ἀντιφάν. ἐν «Γάμῳ» 1.
Greek Monolingual
κογχίον, τὸ (Α)
μικρή κόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + υποκορ. κατάλ. -ιον].