κοκκινομάλλης

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και –ούσα
αυτός που έχει κοκκινωπή κόμη, κοκκινοτρίχης.