κολάσιμος

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι άξιος τιμωρίας, αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί, καταδικαστέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].