κομμιοτυπικός
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που έχει ληφθεί με τη μέθοδο της κομμιοτυπίας
2. φρ. «κομμιοτυπικό χαρτί» — χαρτί κολλαρισμένο με αραβική γόμμα ή ιχθυόκολλα που περιέχει λίγο διχρωμικό κάλι και κατάλληλη ποσότητα χρώματος υδατογραφίας.