κοπαδιάρης

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοπαδιάρα κοπάδι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοπάδι
2. ως ουσ. ο ιδιοκτήτης κοπαδιού.