κοπάδι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το (Μ κοπάδι[ν] Α κοπάδιον)
νεοελλ.-μσν.
(για ζώα) πλήθος, αγέλη
2. ποίμνιο («οι λύκοι ρήμαξαν τα κοπάδια»)
νεοελλ.
1. ασύντακτο, άτακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, μπουλούκι
2. φρ. «έχει ένα κοπάδι παιδιά» — λέγεται για πολυτέκνους
αρχ.
τεμάχιο, τμήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή (< κόπτω) + υποκορ. κατάλ. -άδι(ον), πρβλ. κοχλάδι, σκοτάδι. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «τμήμα». Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το τμήμα της ποίμνης και η σημασία της εξελίχθηκε σε «ποίμνη»].