κοπροπιγούνα

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

κοπροπιγούνα, ή και κοπροπιγούνιν, τὸ (Μ)
πιγούνι λερωμένο με ακαθαρσίες, βρόμικο.