πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
κοπροπιγούνα, ή και κοπροπιγούνιν, τὸ (Μ)πιγούνι λερωμένο με ακαθαρσίες, βρόμικο.