κορβέτα

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

η
1. ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο, ενδιάμεσης κατηγορίας μεταξύ φρεγάτας και μπρικιού, που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για ανίχνευση ή και για δευτερεύουσες αποστολές
2. σύγχρονο μικρό και ελαφρά εξοπλισμένο πολεμικό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corvetta].