κορδακίζω
English (LSJ)
dance the κόρδαξ, Hyp.Phil.7, D.Chr.33.9, D.C.50.27, Jul.Mis.350b.
French (Bailly abrégé)
danser le κόρδαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κορδᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, Πολυδ. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.
Greek Monolingual
(Α κορδακίζω) κόρδαξ
νεοελλ.
(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ
αρχ.
χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό.
Greek Monotonic
κορδᾰκίζω: μέλ. -σω, χορεύω τον κόρδακα.
Middle Liddell
German (Pape)
[ᾱ], den Kordaxtanz tanzen, Vetera Lexica; neben ὀρχεῖσθαι, DC. 59.27; Alc. 3.18.