κορυνίτης

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνίτης: -ου, ὁ ἡμαρτημ. γραφ. παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κορυνήτης, ὃ ἴδε.