κορφάδα

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source

Greek Monolingual

η κορφή
ο τρυφερός άκρος βλαστός τών φυτών και ιδίως της κολοκυθιάς.