Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουβέλι

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

το
1. η κυψέλη τών μελισσών, μελισσοκόφινο
2. μέτρο χωρητικότητας δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβελα, «άντρα, φωλιές άγριων θηρίων». Κατ' άλλη άποψη < σλαβ. kŭblŭ].