κουλός

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

και κουλλός, -ή, -ό (Μ κουλλός, -ή, -όν)
αυτός που δεν έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια ή αυτός που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χέρια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός «χωλός»].