κουλός

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

και κουλλός, -ή, -ό (Μ κουλλός, -ή, -όν)
αυτός που δεν έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια ή αυτός που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χέρια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός «χωλός»].