κουρίζομαι

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek (Liddell-Scott)

κουρίζομαι: Παθ. (κείρω, κουρὰ) κουρεύομαι, κλαδεύομαι, κυπάρισσος κουριζομένη, ἀναφύουσα, ἀναδίδουσα βλαστοὺς πάλιν μετὰ τὸ κλάδευμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 2.