κουτσομπολιάζω

Greek Monolingual

κουτσομπολεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψο-μπολιάζω, με τροπή του -ψ- σε -τσ- (βλ. και κουτσο-) και κώφωση (-ο- > -ου-)].