κοχλιοφόρος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ο
εφοδιασμένος με κοχλία, βιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -φόρος (< φόρος < φέρω)].