κρανιοσωματικός

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ως όρος της ανθρωπολ.) φρ. «κρανιοσωματικός δείκτης» — η σχέση του όγκου του κρανίου, πολλαπλασιαζόμενου επί 100, με τον συνολικό όγκο του σώματος.