κρανιοσωματικός
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Greek Monolingual
-ή, -ό
(ως όρος της ανθρωπολ.) φρ. «κρανιοσωματικός δείκτης» — η σχέση του όγκου του κρανίου, πολλαπλασιαζόμενου επί 100, με τον συνολικό όγκο του σώματος.