κρανιοσωματικός

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ως όρος της ανθρωπολ.) φρ. «κρανιοσωματικός δείκτης» — η σχέση του όγκου του κρανίου, πολλαπλασιαζόμενου επί 100, με τον συνολικό όγκο του σώματος.