κραταιπαγής
Greek Monolingual
κραταιπαγής, -ές (Α)
συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην του ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωποπαγής, χαλκοπαγής].
κραταιπαγής, -ές (Α)
συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην του ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωποπαγής, χαλκοπαγής].