κραυγάρης

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

κραυγάρης, -ου, ὁ (Α)
φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κραυγάρης τών μτγν. χρόνων της Αρχαίας Ελληνικής < κραυγή + επίθημα -άρης (< λατ. -arius)].