κραυγάρης

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

κραυγάρης, -ου, ὁ (Α)
φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κραυγάρης τών μτγν. χρόνων της Αρχαίας Ελληνικής < κραυγή + επίθημα -άρης (< λατ. -arius)].