κριθάλευρο
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
το (AM κριθάλευρον)
αλεύρι παρασκευασμένο από κριθάρι.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
το (AM κριθάλευρον)
αλεύρι παρασκευασμένο από κριθάρι.