κριθί

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

το
κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθίον, υποκορ. του τ. κριθή.