κριθαράκι

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

το κριθάρι
1. είδος ζυμαρικού που το σχήμα του είναι παρόμοιο με τον κόκκο του κριθαριού
2. φλεγμονή ενός βλεφαρικού αδένα, η κριθή.