κροκίδιος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

κροκίδιος, -ία, -ιον (Μ) κρόκος
αυτός που προέρχεται από το φυτό κρόκος.