κροκόρριζα

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101

Greek Monolingual

η
η ρίζα του φυτού κρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + ρίζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυιέρο Λάνδερερ].