κροκόρριζα

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

η
η ρίζα του φυτού κρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + ρίζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυιέρο Λάνδερερ].