κρυφτός

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κρύβω
1. αυτός που κρύβεται, κρυφός, κρυμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κρυφτό
είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται.