κρυφτός

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κρύβω
1. αυτός που κρύβεται, κρυφός, κρυμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κρυφτό
είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται.