= κυρίσσω, EM548.2:—Pass., κυρίζεσθε· τρίβεσθε, Hsch.
[Seite 1536] = κυρίσσω, VLL.
κῠρίζω: κυρίσσω, Ἐτυμ. Μέγ. 548. 2.
κυρίζω (Α)1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω, κυρίσσω2. παθ. κυρίζομαι(κατά τον Ησύχ.) «κυρίζεσθετρίβεσθε».[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. σε -ζω του κυρίσσω.