κυρίσσω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠρίσσω Medium diacritics: κυρίσσω Low diacritics: κυρίσσω Capitals: ΚΥΡΙΣΣΩ
Transliteration A: kyríssō Transliteration B: kyrissō Transliteration C: kyrisso Beta Code: kuri/ssw

English (LSJ)

Att. κυρίττω, fut. -ίξω (v. infr.), butt with the horns, like rams, Arist.GA769b20, cf. Phot.; of bulls, ὁ ταῦρος δ' ἔοικεν κυρίξειν A.Fr.23, cf. Pl.Grg. 516a; κ. ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι Id.R.586b; μόσχος κυρίττων Gal.4.692; ὁ κυρίττων (sc. λόγος), a logical puzzle, Chrysipp.Stoic.2.94: metaph., of floating corpses knocking against the shore, κ. ἰσχυρὰν χθόνα A.Pers.310.

German (Pape)

[Seite 1537] att. κυρίττω, mit den Köpfen oder Hörnern stoßen, wie die Böcke kämpfen, VLL.; neben λακτίζειν, Plat. Gorg. 516 a; eben so auf die Menschen übertr., ἀλλήλοις Rep. IX, 586 b; Aesch. sagt οἱ δ' ἀμφὶ νῆσον νικώμενοι κύρισσον ἰσχυρὰν χθόνα, zerschellten den Kopf an den Felsen, Pers. 302; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 34.

French (Bailly abrégé)

frapper à coups de cornes, cosser ; heurter violemment, acc..
Étymologie: DELG sans doute κέρας.

Russian (Dvoretsky)

κῠρίσσω: атт. κῠρίττω
1 бить рогами, бодать (ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι Plat.);
2 ударяться, разбиваться: κ. ἰσχυρὰν χθόνα Aesch. разбиваться об утесы.

Greek (Liddell-Scott)

κῠρίσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ίξω, κτυπῶ, ἐπιτίθεμαι διὰ τῶν κεράτων ὡς κριὸς (Φώτ.)· ἐπὶ ταύρων, ὁ ταῦρος δ’ ἕοικεν κυρίξειν Ποιητὴς παρ’ Ἡφαιστ. 77, πλάτ. Γοργ. 516Α· κ. ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 586Β· ― μεταφ., ἐπὶ ἐπιπλεόντων πτωμάτων πληττομένων κατὰ τῆς ἀκτῆς, κ. ἰσχυρὰν χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 310.

Greek Monolingual

κυρίσσω, αττ. τ. κυρίττω (Α)
1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω («βοὸς μόσχον... εἶδον κυρίττοντα πρὶν φῡσαι τὰ κέρατα», Γαλ.)
2. (γενικά) χτυπώ, πλήττω (α. «ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι», Πλάτ.
β. «οἵδ ἀμφὶ νῆσον... κυκώμενοι κύρισσον ἰσχυρὰν χθόνα», Αισχύλ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυρίττων (ενν. λόγος)
λογικό δίλημμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει θ. κυρ- και συνδέεται με τον τ. κέρας.

Greek Monotonic

κῠρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ίξω (κόρυς), χτυπώ, πλήττω με τα κέρατα, σε Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για πτώματα που επιπλέουν ή που χτυπούν στην ακτή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κῠρίσσω, κόρυς
to butt with the horns, Plat.:—metaph. of floating corpses knocking against the shore, Aesch.