κυσαμένη

Greek (Liddell-Scott)

κῡσαμένη: (οὐχὶ κυσσαμένη), ἴδε ἐν λ. κύω ΙΙ.

Greek Monotonic

κῡσαμένη: μτχ. θηλ. Μέσ. αορ. αʹ του κύω II.