κυστικέρκωση
From LSJ
πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source
Greek Monolingual
η
παρασιτική νόσος που οφείλεται στην ύπαρξη κυστικέρκων σε ιστούς και όργανα ορισμένων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticercose < γαλλ. cysticerque (πρβλ. κυστίκερκος)].